Πόπη Πολέμη
Επιστημονική Υπεύθυνη Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού»
Δείτε το Χρονικό σε μορφή PDF εδώ.
Δείτε το Χρονικό σε μορφή PDF εδώ.
Το Βιβλιολογικό Εργαστήρι, άτυπος φορέας που στήθηκε από τον Φίλιππο Ηλιού (1931-2004) τον Σεπτέμβρη του 1986 υπό τη φιλόξενη στέγη του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ), το οποίο είχε ιδρυθεί το 1980, ήταν το προϊόν της φιλίας και της συνεργασίας με την ψυχή του ΕΛΙΑ, τον Μάνο Χαριτάτο (1944-2012): συντονίστηκαν και οι δύο στη βολονταριστική απόπειρα να θεραπευτεί η απουσία κεντρικού αποθετηρίου και εθνικού βιβλιογραφικού κέντρου, με πρώτο στόχο τον 19ο αιώνα.
Το στοίχημα της εθνικής αναδρομικής βιβλιογραφίας στις χώρες του δυτικού κόσμου είναι ένα στοίχημα κερδισμένο, πάντως από τον 19ο αιώνα. Και λέγοντας εθνική αναδρομική βιβλιογραφία, εννοούμε τη συνολική αποτύπωση της έντυπης παραγωγής από την εποχή του Γουτεμβέργιου, συνήθως εντός ορισμένων εθνικών συνόρων. Απαραίτητη προϋπόθεση, επομένως, είναι να υφίσταται εθνικό κράτος και να έχει οργανωθεί ο θεσμός εκείνος ο οποίος φέρει την ευθύνη της καταγραφής, συνήθως οι κατά τόπους Εθνικές Βιβλιοθήκες. Ούτως ή άλλως οι Εθνικές Βιβλιοθήκες καταγράφουν την τρέχουσα έντυπη παραγωγή, δοθέντος ότι ισχύει η υποχρεωτική κατά νόμον κατάθεση σε αυτές ενός τουλάχιστον αντιτύπου όλων των εκδόσεων που τυπώνονται στην αντίστοιχη κρατική επικράτεια. Από τη στιγμή που υφίσταται και στο εξής, αυτή η τρέχουσα βιβλιογραφία κατά κανόνα υποκαθιστά την αναδρομική για την αντίστοιχη χρονική περίοδο. Εξάλλου, για τους αιώνες που προηγούνται της θέσπισης της τρέχουσας βιβλιογραφίας, το κενό αναπληρώνεται ιδίως με τους πλουσιώτατους έντυπους αρχικά και σήμερα πλέον ηλεκτρονικούς καταλόγους των Εθνικών Βιβλιοθηκών, οι οποίες εξ ορισμού λειτουργούν ως κεντρικά αποθετήρια της έντυπης κληρονομιάς.
Στη διαμόρφωση του βιβλιογραφικού τοπίου συχνά συνδυάστηκαν με γόνιμο τρόπο η επίπονη εργασία εμπνευσμένων βιβλιογράφων με την οργανωμένη, θεσμική παρέμβαση κορυφαίων στο είδος τους ιδρυμάτων. Φυσικά υπάρχουν επιμέρους αποκλίσεις από το σχήμα που εκτέθηκε, αλλά για να επιστρέψουμε στην έννοια του στοιχήματος, είναι βέβαιο ότι στις δυτικές χώρες αυτό έχει εν πολλοίς κερδηθεί. Και μάλιστα, καθώς η βάση είναι οι κατά τόπους Εθνικές Βιβλιοθήκες, μαζί με την καταγραφή εξασφαλίζεται και ο εντοπισμός ενός τουλάχιστον αντιτύπου.
Στη χώρα μας τα πράγματα διαφέρουν για λόγους προφανείς, αλλά και εξαιτίας δυσλειτουργιών λιγότερο αυτονόητων. Είναι σαφές ότι το ελληνικό βιβλιογραφικό τοπίο, ό,τι συνιστά ασφαλώς την απαραίτητη τεκμηριωτική υποδομή της έρευνας, παρουσιάζει ριζικά διαφορετική εικόνα, μολονότι δεν έλειψαν οι πρωτοβουλίες και οι σπασμωδικές, δυστυχώς, κεντρικές ενέργειες. Η ανάγκη να αποθησαυριστεί εξ υπαρχής το σύνολο των εντύπων σε ελληνική γλώσσα, καθώς άλλα κριτήρια, το γεωγραφικό λόγου χάριν, δεν μπορούν στην περίπτωση αυτή να ισχύσουν, προέκυψε από τον συνδυασμό πολλαπλών παραγόντων. Από την εμφάνιση της τυπογραφίας, τον 15ο αιώνα, έως και τον 20ό, ελληνόγλωσσοι ή ελληνομαθείς πληθυσμοί, εγκατεσπαρμένοι κατά κύριο λόγο εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και εκτός των ορίων της, εξυπηρετούνται με έντυπο υλικό που καταρχάς παράγεται σε τυπογραφικά κέντρα έξω από την Αυτοκρατορία (Βενετία, Βιέννη, Παρίσι κ.α.). Μετά την Επανάσταση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, οπωσδήποτε οι συνθήκες άλλαξαν, στα εντός συνόρων εκδοτικά κέντρα σταδιακά παράγεται ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των εντύπων, αλλά παρά ταύτα, έως τουλάχιστον τη μικρασιατική καταστροφή, συμπαγείς ελληνόγλωσσοι πληθυσμοί βρίσκονται εκτός των εθνικών συνόρων, όπου εξακολουθεί να τυπώνεται σημαντικό τμήμα της εκδοτικής παραγωγής (θυμίζω πως τα Επτάνησα ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος το 1863, η Θεσσαλία το 1881, Ήπειρος-Μακεδονία-νησιά Α. Αιγαίου και Κρήτη το 1913, η Θράκη το 1919 και τα Δωδεκάνησα το 1947).
Εξάλλου, Εθνική Βιβλιοθήκη, ως φορέας που κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα θα έπαιζε τον ρόλο του κεντρικού αποθετηρίου-θεματοφύλακα των ελληνικών εντύπων, είναι ευνόητο ότι επί αιώνες δεν μπορούσε να υπάρξει. Και όταν όμως συστάθηκε, δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να συγκεντρώσει το σύνολο των εντύπων, καθώς το dépôt légal, το οποίο όντως θεσπίστηκε το 1834 (σημειωτέον ότι το πρωτοεισηγείται ο Ανδρέας Μουστοξύδης ήδη από το 1829), ακόμη και στην περίπτωση που λειτουργούσε εύρυθμα, δεν θα κάλυπτε τις εκτός συνόρων πολυάριθμες εκδόσεις. Ας προσθέσουμε σε αυτά τις αγκυλώσεις και τις ανακολουθίες στη λειτουργία της ημέτερης Εθνικής Βιβλιοθήκης, η οποία, με ασαφή φυσιογνωμία ώς το γύρισμα του προηγούμενου αιώνα εξαιτίας της διαπλοκής της με το Πανεπιστήμιο, υστέρησε στο βιβλιογραφικό της έργο και δεν προχώρησε έγκαιρα στην έκδοση έντυπου καταλόγου των συλλογών της (παρά τις κάποιες σπασμωδικές σχετικές απόπειρες μεταξύ 1883 και 1891 που απέδωσαν 5 τόμους επιμέρους επιστημών). Στις μέρες μας τέλος, η τρέχουσα εθνική βιβλιογραφία την οποία εκπονεί η Εθνική Βιβλιοθήκη καλύπτει μετά βίας την περίοδο από το 1989 και έπειτα. Εάν δεν απουσίαζε μέχρι εντελώς πρόσφατα –με μοναδική εξαίρεση τη δεκαετία του 1930– η τρέχουσα εθνική βιβλιογραφία, αυτή ακριβώς θα συνιστούσε τη βάση για κάθε αναδρομική συγκεντρωτική καταγραφή. Όταν, συνεπώς, γίνεται λόγος για την εθνική αναδρομική βιβλιογραφία στα καθ’ ημάς, ουσιαστικά αναφερόμαστε στην απόπειρα πρωτογενούς συνολικής καταγραφής της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής.
Ακόμη όμως και αν στη χώρα μας σταθήκαμε «άτυχοι» για λόγους ιστορικούς είτε πολιτικοθεσμικούς, είχαμε την τύχη, σχετικά νωρίς, ξένοι καταρχάς και αργότερα έλληνες βιβλιογράφοι και λόγιοι να θεραπεύσουν τις υστερήσεις. Από το τοπίο δηλαδή δεν απουσιάζει η επίπονη εργασία ιδιωτών που καταπιάστηκαν με πείσμα, γνώση και μεράκι, να καταγράψουν το σύνολο της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής. Η Βιβλιογραφία των Ελληνικών Βιβλιογραφιών του Γεώργιου Φουσάρα (1961) και το Εγχειρίδιο του Νεοελληνιστή του Αλέξη Πολίτη (2005) εικονογραφούν τον πλούτο των συναφών προσπαθειών.
Θυμίζω, πως μολονότι δεν έλειψαν οι εγχώριες δοκιμές (ας μνημονεύσουμε τον Ανδρέα Παπαδόπουλο Βρετό και τη Νεοελληνική Φιλολογία του, 1854-1857), η πρώτη επιστημονικών αξιώσεων συμβολή οφείλεται σε έναν Γάλλο, τον Émile Legrand. Με την 11τομη Bibliographie Hellénique, δημοσιευμένη μεταξύ 1885 και 1928 (οι δύο τελευταίοι, οψίτυποι, τόμοι με επιμέλεια των Louis Petit και Hubert Pernot), η εθνική αναδρομική βιβλιογραφία από τον 15ο αιώνα μέχρι το 1790 ήταν γεγονός, που ήρθαν να το ολοκληρώσουν, πολύ αργότερα, το 1971-1973, οι Γεώργιος Λαδάς και Αθανάσιος Χατζηδήμος καταθέτοντας τη βιβλιογραφία της τελευταίας δεκαετίας του 18ου αιώνα, και ο Θωμάς Παπαδόπουλος, το 1984, προσφέροντας, μεταξύ άλλων πολλών, τη συγκεντρωτική ευρετηρίαση του θησαυρισμένου υλικού. Ας επισημανθεί εδώ ότι το κριτήριο που υιοθέτησε ο πρωτοπόρος γάλλος νεοελληνιστής στην πρώτη επιστημονική καταγραφή της ελληνικής βιβλιογραφίας, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τις μεταγενέστερες ιστορικές βιβλιογραφίες, δεν μπορούσε να είναι άλλο από τη γλώσσα, μιας και η έννοια της εθνικής παραγωγής, δηλαδή της βιβλιοπαραγωγής εντός των ορίων μιας επικράτειας, εύλογα δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίοδο την οποία μελέτησε. Μάλιστα ο Legrand, για τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες, διευρύνει το κριτήριο της γλώσσας συμπεριλαμβάνοντας και τα ξενόγλωσσα «υπό Ελλήνων» εκδοθέντα έργα.
Για να θεωρηθεί, ωστόσο, ότι διαθέτουμε επαρκή εποπτεία της ελληνόγλωσσης βιβλιοπαραγωγής και του 19ου αιώνα, έπρεπε να περιμένουμε ώς τις αρχές του 21ου αιώνα. Σκαπανείς οι Δημήτριος Γκίνης και Βαλέριος Μέξας, παρουσίασαν την Ελληνική Βιβλιογραφία των ετών 1800-1863 στο τρίτομο έργο τους που εκδόθηκε μεταξύ 1939 και 1951. Ακολούθησε μακρά σειρά προσθηκών στις προϋπάρχουσες ιστορικές βιβλιογραφίες, ιδίως στο περιοδικό Ο Ερανιστής του Ομίλου Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού (ΟΜΕΔ) και στα Τετράδια Εργασίας του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΚΝΕ/ΕΙΕ), με εμψυχωτή καταρχάς τον Κωνσταντίνο Δημαρά και στη συνέχεια τον Φίλιππο Ηλιού. Εκείνος ανέλαβε και την ανασυγκρότηση αυτού του πολυσχιδούς υλικού που είχε προκύψει από τις προσπάθειες πλειάδας ερευνητών, και την ενέταξε στα φιλόδοξα σχέδια του Βιβλιολογικού Εργαστηριού.
Σε αυτή την περιπέτεια τον οβολό τους προσέφεραν και οι κατά τόπους λόγιοι, οι οποίοι επιδόθηκαν στο κοπιώδες έργο της καταγραφής των πλούσιων, λαϊκών ή εκκλησιαστικών, βιβλιοθηκών της περιφέρειας. Και να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι καθώς η Εθνική Βιβλιοθήκη για τους αιώνες που προηγήθηκαν της ανεξαρτησίας εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του κεντρικού αποθετηρίου των ελληνικών εντύπων, ως το απαραίτητο υποκατάστατο εξακολουθούν να λειτουργούν οι συλλογές που συγκροτήθηκαν είτε στα μεγάλα μοναστικά κέντρα είτε από λόγιους απόδημους στην Εσπερία, για να καταλήξουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Και ακριβώς από την άποψη αυτή έχουν ιδιαίτερη σημασία συλλογές σαν του Άθω είτε της Χίου, της Κοζάνης, της Ανδρίτσαινας, της Σιάτιστας κ.ά.
Ως τελευταίοι σκυταλοδρόμοι λοιπόν –γιατί θα πρέπει να ξανατονίσουμε με αυτή την ευκαιρία πως η ελληνική εθνική αναδρομική βιβλιογραφία είναι έργο συλλογικό, το προϊόν μιας μακράς σκυταλοδρομίας– μπορούμε σήμερα να πούμε ότι στον αρχόμενο 21ο αιώνα μπορέσαμε επιτέλους να τιθασεύσουμε τη βιβλιογραφική ύλη ολόκληρου του 19ου. Με τις αλλεπάλληλες έντυπες εκδόσεις του Βιβλιολογικού Εργαστηριού και τον ηλεκτρονικό μας κατάλογο που είναι προσιτός στο διαδίκτυο από το 2008, προσφέρεται πλέον στο ενδιαφερόμενο κοινό η αναντικατάστατη τεκμηριωτική υποδομή κάθε έρευνας που φιλοδοξεί να έχει ιστορικό ορίζοντα και προοπτική.
Περνώντας από την «προϊστορία» στη διαδρομή του Βιβλιολογικού Εργαστηριού, να θυμίσω καιυ πάλι πως ακριβώς στις δύο καταστατικές της λειτουργίες, τη συγκέντρωση της έντυπης κληρονομιάς και την εθνική αναδρομική βιβλιογραφία, ήρθαν, σχεδόν με αποκοτιά, να υποκαταστήσουν την Εθνική Βιβλιοθήκη, εστιάζοντας καταρχάς στον 19ο αιώνα, ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού και ο συλλέκτης Μάνος Χαριτάτος, τροφοδοτώντας ο ένας τη γόνιμη βουλιμία του άλλου.
Να θυμίσουμε ακόμη ότι αυτή η νέα Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα κυοφορήθηκε σε διάλογο του Φίλιππου Ηλιού με τον Κωνσταντίνο Δημαρά και τους δικούς του σχεδιασμούς για «εργαλεία εθνικής αυτογνωσίας», όπως εκείνος επέμενε να τα αποκαλεί και να τα αναδεικνύει ως το σκληρό κουκούτσι της δικής του ιστοριογραφικής άποψης και προσφοράς – σε δημιουργικό διάλογο με τον πρεσβύτερο ομότεχνο, ήδη από τη δεκαετία του 1950, ενός εκ των πραγμάτων περιθωριοποιημένου αριστερού νέου, ο οποίος επιζητούσε την ιστορική κατανόηση της νεοελληνικής κοινωνίας. Και θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως ο Φίλιππος Ηλιού τη δική του παρέμβαση στο ιστοριογραφικό γίγνεσθαι, τη νέα και ριζοσπαστική συνθετική προσέγγιση, πράξη εξόχως πολιτική, θεώρησε ότι, για λόγους αμυντικούς αλλά και ουσιαστικούς, έπρεπε να τη θωρακίσει με τη μέγιστη δυνατή τεκμηρίωση.
Με αυτή τη γενεαλογία και σε αυτή την πνευματική συγκυρία στήθηκε το Βιβλιολογικό Εργαστήρι τον Σεπτέμβριο του 1986 και κληθήκαμε η υπογράφουσα, μαζί με την Έλλη Δρούλια και άμισθο συνεργάτη τον Τριαντάφυλλο Σκλαβενίτη, να δουλέψουμε ως ερευνητές στο κυοφορούμενο πρόγραμμα «Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα». Η ερευνητική μας ομάδα άρχισε μεν τότε να εργάζεται, αλλά η τελική έγκριση του διετούς προγράμματος (Νοέμβριος 1987-Οκτώβριος 1989), συγχρηματοδοτούμενου από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και το ΕΛΙΑ, ήρθε ένα χρόνο αργότερα και η χρηματοδότηση ξεκίνησε από 1η Ιανουαρίου 1988.
Εξαρχής ο βιβλιογραφικός στόχος ήταν διττός: αφενός νέα έκδοση συμπληρωμένη της βιβλιογραφίας των χρόνων 1801-1863, περίοδος για την οποία υπήρχε η υποδομή των Γκίνη-Μέξα. Αυτή η νέα μορφή εντασσόταν στο ιστοριογραφικό σχέδιο του Φίλιππου Ηλιού για τον οποίο ουδέποτε η βιβλιογραφία υπήρξε αυτοσκοπός: προσφερόταν για να συγκροτηθούν σειρές για πολυσύνθετα πνευματικά φαινόμενα και να αναδειχθούν οι αδράνειες και οι μακρές διάρκειες πρακτικών και αντιλήψεων, αλλά και οι τομές και οι ρήξεις. Ούτως ή άλλως επέμενε να αντιμετωπίζει το έντυπο «στη διπλή του διάσταση ως φορέα ιδεών και ως εμπόρευμα. στη σύνθετη εκδήλωσή του ως μέσο αναπαραγωγής των ιδεολογικών συστημάτων και, παράλληλα, ως μέσο ανατροπής των ισορροπιών και ανανέωσης του κοινωνικού βίου». Έτσι σε αυτή τη νέα αναλυτική βιβλιογράφηση προβλέπονταν αναλυτική έκθεση και συνεπώς ευρετηρίαση των περιεχομένων όλων των εντύπων της περιόδου, μνεία του συνόλου των ελληνικών και ξένων, δημόσιων και ιδιωτικών βιβλιοθηκών όπου έχουν εντοπιστεί αντίτυπα, αποδελτίωση αγγελιών και βιβλιοκρισιών του σύγχρονου τύπου, και ενσωμάτωση κάθε σχετικής πληροφορίας (τιμή, τιράζ, τίτλοι πρωτοτύπων των μεταφρασμένων έργων, προηγούμενες και επόμενες εκδόσεις στην περίπτωση των επανεκδόσεων κλπ.), όλα συνοδευμένα με τη φωτομηχανική αναπαραγωγή της σελίδας τίτλου. Συγκροτούνταν έτσι ένας πλήρης φάκελος για κάθε έντυπο, προκειμένου να προσφερθεί ένα πολυδύναμο εργαλείο για την κοινωνική ιστορία της ελληνικής παιδείας, με το συνολικό πλαίσιο για τη μελέτη της παραγωγής και της πρόσληψης του βιβλίου. Δεύτερος στόχος μας ήταν η καταγραφή της παραγωγής των χρόνων 1864-1900, αυτής της terra incognita της ελληνικής βιβλιογραφίας. Μια δειγματοληπτική εξέταση του δακτυλόγραφου του Νικολάου Μαυρή, ο οποίος είχε επιχειρήσει τη βιβλιογράφηση αυτής της περιόδου τη δεκαετία του 1960 (ο Άλκης Αγγέλου στον οποίο είχε περιέλθει το δακτυλόγραφο αυτό μας είχε παραχωρήσει φωτοαντίγραφο του έτους 1864), έδειξε ότι όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή. Παράλληλα θα συνεχιζόταν η εμψύχωση της δημοσίευσης προσθηκών στο ήδη καταγεγραμμένο τμήμα της παραγωγής, προκειμένου, όταν θα προχωρούσαμε στην πλήρη περιγραφή, να υπάρχει η τεκμηριωτική βάση.
Προέκυψαν έτσι: το 1989 Τα μονόφυλλα του ΕΛΙΑ (1800-1863). Βιβλιογραφική παρουσίαση από την Έλλη Δρούλια Μητράκου (αρ. 4 της σειράς που κυκλοφόρησε με λογότυπο «Βιβλιολογικό Εργαστήρι – Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου» και υπεύθυνο τον Φίλιππο Ηλιού) και Η Μαγειρική. Ανώνυμη μετάφραση του 1828, με εισαγωγή της Άννας Ματθαίου (αρ. 5 και ένδειξη «Φωτομηχανικές επανεκδόσεις 1» – στην ίδια υποσειρά σχεδιαζόταν να επανεκδοθεί και Ο Πολυπαθής του Γρηγορίου Παλαιολόγου, με εισαγωγή του Φίλιππου Ηλιού)· το 1990 Η Βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ. Ελληνικά βιβλία 1864-1900. Πρώτη καταγραφή από την Πόπη Πολέμη (αρ. 5)· το 1992 η Ελληνική Βιβλιογραφία (1544-1863). Προσθήκες – Συμπληρώσεις από τον Θωμά Παπαδόπουλο (αρ. 12) και το 1998 (με χρονία 1997), πρωθύστερος στη σειρά, ο πρώτος τόμος της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα. Βιβλία – Φυλλάδια 1801-1818 του Φίλιππου Ηλιού (αρ. 1 – ο αρ. 2 είχε προβλεφθεί για τον τ. Β’, έτη 1819-1832).
Για την ίδια σειρά είχε προγραμματιστεί –εκτός από τους υπόλοιπους τόμους της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα, που θα κάλυπταν την περίοδο από το 1833 και εξής, και την παράλληλη ακολουθία τόμων για τα μονόφυλλα-δίφυλλα-χάρτες– η Εργογραφία του Κ. Θ. Δημαρά, την οποία είχε συντάξει ο Φίλιππος Ηλιού από το 1988, και η ολοκληρωμένη δίτομη έκδοση της Ιστορίας των του Χριστού Πενήτων του Μανουήλ Γεδεών (ο τ. Α’ του έργου είχε κυκλοφορήσει σε φυλλάδια μεταξύ 1939 και 1941), τα οποία εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο Φίλιππος, λίγο πριν το τέλος, στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού και στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), φορείς οι οποίοι και τα εξέδωσαν το 2005 και 2010 αντίστοιχα (στο πρώτο κρατήθηκε στον λογότυπο και το ίχνος του Βιβλιολογικού Εργαστηριού). Στη σειρά αυτή επίσης θα έβρισκαν τη θέση τους η κοραϊκή βιβλιογραφία (μετά τον θάνατο του Φίλιππου ανέλαβε ο ΟΜΕΔ, σε συνεννόηση με το Εργαστήρι, να την φέρει σε πέρας), οι Έντυπες Ακολουθίες Αγίων – Συλλογή Ντόρης Παπαστράτου (εκδόθηκαν το 2007 σε νέα επεξεργασία του Δημοσθένη Στρατηγόπουλου), καθώς και οι αγγελίες των προεπαναστατικών εντύπων τις οποίες θα συναντήσουμε στη συνέχεια. Είχε σχεδιαστεί ακόμη περιοδική έκδοση με τίτλο Βιβλιολογικά.
Ενταγμένο επίσης στο πρόγραμμα της ΓΓΕΤ την ίδια εποχή, ξεκίνησε και το άλλο μεγάλο ερευνητικό έργο του Βιβλιολογικού Εργαστηριού, η ηλεκτρονική βάση των συνδρομητών των ελληνικών βιβλίων της περιόδου 1749-1922. Το μεγαλόπνοο σχέδιο να μελετηθεί η σύνθετη πρακτική της συνδρομής, η οποία υποκαθιστούσε τον εκδότη και βιβλιοπώλη σε εποχές που τα αντίστοιχα δίκτυα δεν υφίσταντο ή λειτουργούσαν πλημμελώς, συναρτάται άμεσα με το διευρυμένο σχέδιο της βιβλιογραφίας και της ιστορίας του βιβλίου, που, όπως είπαμε, υπηρέτησε ο Φίλιππος Ηλιού.
Ο κόσμος των συνδρομητών, με την ποσοτικοποίηση και τη στατιστική επεξεργασία του δυνάμει αναγνωστικού κοινού την οποία επιτρέπει, είχε απασχολήσει τον Φίλιππο από τα νεανικά του χρόνια. Μάλιστα, η μελέτη του La lecture en Grèce à l’époque des Lumières et de la Révolution (1749-1832). Étude des souscriptions aux éditions en langue grecque (1965), του είχε αποφέρει τον μοναδικό ακαδημαϊκό του τίτλο, το δίπλωμα της έκτης Section της École des Hautes Études en Sciences Sociales. Στον τόμο που τιτλοφορείται Ιστορίες του ελληνικού βιβλίου, όπου υπάρχει κατατεθειμένο το σύνολο των βιβλιολογικών του μελετημάτων (κυκλοφόρησε το 2005 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, με εκδοτική φροντίδα των Άννας Ματθαίου, Στρατή Μπουρνάζου και Πόπης Πολέμη), βρίσκονται συγκεντρωμένα όσα συναφή μελετήματα πρόλαβε να δημοσιεύσει, και σε αυτά υποδεικνύεται τόσο το θεωρητικό πλαίσιο όσο και ο τύπος παρουσίασης του συνδρομητικού υλικού που σκόπευε να υιοθετήσει. Ούτως ή άλλως, επιστρέφοντας ο Φίλιππος στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση, σε συνεργασία με το ΚΝΕ/ΕΙΕ, είχε προχωρήσει στην επεξεργασία και την κωδικοποίηση του συναφούς υλικού από το 1749 έως το 1821.
Η ηλεκτρονική εποχή προσέφερε, όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, την ευκαιρία για τη συνολική καταγραφή στην οποία επιδοθήκαμε Ήταν η πρώτη ηλεκτρονική βάση που δημιουργήσαμε, σε συνεργασία με τον προγραμματιστή Λεωνίδα Λιναρδάκη, τον οποίο μας είχε υποδείξει, ως συνεργάτη του στη μηχανογράφηση της ΕΒΕ, ο Γιώργος Μπώκος. Προέκυψε έτσι σταδιακά η εντυπωσιακή ηλεκτρονική βάση των 930.000 συνδρομητών ελληνικών βιβλίων, από τον πρώτο γνωστό κατάλογο του 1749 ώς το 1922, οπότε το φαινόμενο της έκδοσης με συνδρομητές τείνει να εκλείψει χάρη στην κραταίωση ιδίως των σύγχρονων εκδοτικών οίκων. Το υλικό αυτό αντιστοιχεί σε 2.600 περίπου καταλόγους, δημοσιευμένους συνήθως στις τελευταίες σελίδες των αντίστοιχων εντύπων. Τα ονόματα δημοσιοποιούνταν ως ηθική ανταμοιβή για εκείνους που προαγοράζοντας την έκδοση είχαν βοηθήσει στην πραγματοποίησή της, επικυρώνοντας, και με τον τρόπο αυτό, το συμβολικό τους status. Εκτός από το ονοματεπώνυμο (άρα και το φύλο), το πατρώνυμο, τον τόπο διαμονής, τον αριθμό αντιτύπων για τα οποία προενεγράφησαν, συχνά στους καταλόγους αυτούς αναγράφεται το επάγγελμα-αξίωμα και ο τόπος καταγωγής των συνδρομητών καθώς και τα ονόματα-επαγγέλματα-αξιώματα των επιστατών της συνδρομής, οι οποίοι αναλάμβαναν να συγκεντρώσουν τα χρήματα και να διανείμουν τα αντίτυπα όταν τα βιβλία εξεδίδοντο. Το υλικό αυτό το συγκεντρώναμε και το καταγράφαμε ηλεκτρονικά μέχρι το 2004, ενώ ο Φίλιππος το επεξεργαζόταν έως την ύστατη κυριολεκτικά ώρα (το έχω παρουσιάσει με δύο εισηγήσεις: «Το στοίχημα των συνδρομητών», στον τόμο Κοινωνικοί αγώνες και Διαφωτισμός. Μελέτες αφιερωμένες στον Φίλιππο Ηλιού, Επιμέλεια: Χρήστος Λούκος, Ηράκλειο Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2007, σ. 109-114, και «Συνδρομητές της λογοτεχνίας», στον τόμο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Νεοελληνική λογοτεχνία και κριτική από τον Διαφωτισμό έως σήμερα, Πρακτικά ΙΓ΄ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης 3-6 Νοεμβρίου 2011, Μνήμη Παν. Μουλλά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2014, σ. 459-467).
Σταδιακά έγινε επίσης κατανοητό ότι μια έστω εντελώς στοιχειώδης ηλεκτρονική καταγραφή, ένας «Τιπούκειτος», θα βοηθούσε στη διαχείριση και του βιβλιογραφικού υλικού που διαρκώς πλήθαινε, και έτσι ξεκινήσαμε με την εισαγωγή των δεδομένων για την περίοδο 1864-1900 (η ηλεκτρονική βάση σχεδιάστηκε και εδώ με τη συνεργασία του Λ. Λιναρδάκη και πάντοτε σε σύστημα MS–DOS).
Προ πολλού το αρχικό διετές πρόγραμμα της ΓΓΕΤ είχε βέβαια τελειώσει. Μεσολάβησε ένα διάστημα απλήρωτης αλλά επίμονης εργασίας, ώσπου το 1991 ένα νέο διετές πρόγραμμα, με τίτλο «Βιβλίο και κοινωνία τον 19ο αιώνα. Το ελληνικό παράδειγμα» (Απρίλιος 1991-Μάρτιος 1993), συγχρηματοδοτούμενο και πάλι από τη ΓΓΕΤ και το ΕΛΙΑ, με τυπικό ανάδοχο το Μουσείο Μπενάκη (στο πρώτο πρόγραμμα τον ρόλο αυτό είχε το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Υμηττού επί δημαρχίας Ανδρέα Λεντάκη), αναπτέρωσε τις ελπίδες για τη συνέχιση της προσπάθειας. Τον πρώτο χρόνο αυτής της δεύτερης διετίας ήταν ακόμη μαζί μας η Έλλη Δρούλια, ενώ τον δεύτερο ως βοηθός έρευνας εργάστηκε ο Τάσος Σακελλαρόπουλος.
Μετά τη σχετικώς ευφρόσυνη εναρκτήρια φάση, ακολούθησαν χρόνια πιο στενόχωρα και μοναχικά. Από το 1993 και έπειτα οι δυο μας συνεχίσαμε με πείσμα, αν και χωρίς περαιτέρω επιχορήγηση. Μας πλαισίωναν πολλοί φίλοι που αφιλοκερδώς στήριζαν την ερευνητική μας δουλειά, ενώ διαθέταμε βέβαια την ενεργή συμπαράσταση του ΕΛΙΑ και του Μάνου Χαριτάτου, που μας παρείχε φιλοξενία και ποικιλότροπη πρακτική βοήθεια. Σαν να είχαμε μια βιβλιοθήκη που φτιαχνόταν για τις ανάγκες μας, ενώ τροφοδοτούσαμε το συλλεκτικό δαιμόνιο του Μάνου με τα ζητούμενα και τις περιέργειές μας. Πράγματι η συλλογή των βιβλίων του 19ου αιώνα του Μάνου Χαριτάτου και του ΕΛΙΑ ωρίμασε σε συνάφεια με τους βιβλιογραφικούς σχεδιασμούς του Εργαστηριού, με αποτέλεσμα να στηθεί πλάι μας μια άτυπη εθνική βιβλιοθήκη. Αρκεί να σημειώσω εδώ εντελώς ενδεικτικά πως έτσι συγκεντρώθηκαν σε περίπου μια 30ετία 18.253 τόμοι ελληνικών βιβλίων και φυλλαδίων του 19ου αιώνα (από αυτά τα 4.631 δεν υπάρχουν στην ΕΒΕ), δηλαδή σχεδόν τα δύο πέμπτα της γνωστής βιβλιοπαραγωγής (ο τελευταίος επανέλεγχος ολόκληρου του ηλεκτρονικού καταλόγου της ΕΒΕ απέδωσε περίπου 17.500 τόμους).
Στα 11 χρόνια που μεσολάβησαν έως τον θάνατο του Φίλιππου Ηλιού, εκτός από τη συνέχιση της συγκέντρωσης υλικού, της εισαγωγής δεδομένων και της επεξεργασίας των συνδρομητών για την οποία έγινε ήδη λόγος, αναβαθμίσαμε και τη βιβλιογραφική ηλεκτρονική μας βάση και προχωρήσαμε στην εισαγωγή των δεδομένων και της περιόδου 1833-1863, ενώ την άνοιξη του 1998 κυκλοφόρησε, όπως αναφέρθηκε, ο μνημειώδης Α’ τόμος της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα (φέρει χρονία 1997), μοναδική εν ζωή έκδοση του Φίλιππου Ηλιού στο πλαίσιο του Βιβλιολογικού Εργαστηριού.
Αυτονόητη απάντηση στην πρόκληση του θανάτου του ιδρυτή του, τον Μάρτιο του 2004, υπήρξε η μετονομασία του Βιβλιολογικού Εργαστηριού σε «Βιβλιολογικό Εργαστήρι Φίλιππος Ηλιού» (ΒΕΦΗ) – πρωτοανακοινώθηκε στην επιστημονική συνάντηση στη μνήμη του Φίλιππου Ηλιού, που οργάνωσε, στο Ρέθυμνο, στις 14 και 15 Οκτωβρίου 2005, το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Στο εξής, χάρη στην εμπιστοσύνη της οικογένειας του Φίλιππου Ηλιού και του ΕΛΙΑ, βρέθηκα μόνη να διαχειρίζομαι ένα τεράστιο υλικό, σε διαφορετικά στάδια επεξεργασίας:
1) σε προχωρημένη, αν και άνιση, μορφή τα κατάλοιπα του Β’ τόμου (έτη 1819-1832) και σε πιο στοιχειώδη μορφή ποικίλο υλικό για την πλήρη βιβλιογράφηση των οθωνικών χρόνων (1833-1863).
2) σε ημιτελική μορφή τη συνοπτική βιβλιογράφηση της περιόδου 1864-1900, το κομμάτι δηλαδή της βιβλιογραφίας που εκ των πραγμάτων είχε πέσει στο δικό μου μερίδιο ευθύνης. Ας σημειωθεί εδώ ότι μετά δυσκολίας είχα πείσει τον Φίλιππο να υπερβεί τη γνώριμη τελειοθηρία του και να επιτρέψει να δημοσιοποιηθεί ένα έργο όχι όσο πλήρες το επιθυμούσε, και όντως κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2006 από το Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο: οι τρεις τόμοι της Συνοπτικής αναγραφής της Ελληνικής Βιβλιογραφίας 1864-1900 φέρουν στην προμετωπίδα ως φόρο τιμής και το όνομα του Φίλιππου Ηλιού, ενώ συνοδεύονται από πρόσθετο τόμο της υπογράφουσας (: Εισαγωγή – Συντομογραφίες – Ευρετήρια). Ο Φίλιππος Ηλιού είχε προλάβει από το φθινόπωρο του 2003 να συνεννοηθεί με τον Μάνο Χαριτάτο προκειμένου η προκαταβολή στο ΕΛΙΑ, εκ μέρους του Υπουργείου Πολιτισμού και του Ιδρύματος Ουράνη, της προϋπολογισθείσας δαπάνης για την εκτύπωση του Β’ τόμου, να μετακυλιστεί στην εκτύπωση αυτής της έκδοσης. Είχε και τη χαρά να δει, λίγες μόνο μέρες πριν το τέλος, δοκίμια του πρώτου τυπογραφικού. Το έργο παρουσιάστηκε σε εκδήλωση, στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, με ομιλητές τον Σπύρο Ασδραχά, τον Δημήτρη Σπάθη, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Δημήτρη Αρβανιτάκη και την υπογράφουσα (βλ. π. Τα Ιστορικά, τχ. 45, Δεκέμβριος 2006, σ. 467-489 – η ανάρτηση εδώ, στα ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ).
3) την ηλεκτρονική βάση των συνδρομητών 1749-1922
4) την ηλεκτρονική βάση των βιβλίων των χρόνων 1833-1900.
Εννοείται ότι όλα αυτά συνοδεύονταν από χιλιάδες φωτοτυπίες, χειρόγραφες σημειώσεις και δελτία. Η αναβάθμιση των ηλεκτρονικών βάσεων και η προσαρμογή τους σε περιβάλλον windows, μετατροπή απολύτως επιβεβλημένη για να σωθούν τα δεδομένα και να υπάρξει συνέχεια, διότι πλέον το σύστημα MS–DOS δεν υποστηριζόταν από τους υπάρχοντες υπολογιστές, υπήρξε η πρώτη προτεραιότητα, και στο εγχείρημα αυτό συνέδραμαν, αντί στεφάνου, συγγενείς και οικείοι του Φίλιππου. Η Μαίρη Ηλιού-Ciompi, ο Τάκης Καλδής και ο Γιώργος Ρουσόπουλος ανταποκρίθηκαν πρόθυμα και έτσι, το φθινόπωρο του 2004 ανέλαβε τη μετατροπή αυτή ο Γιάννης Πελεκούδας και η Infolib, με τους οποίους συνεργαστήκαμε έως το 2009.
Για να ολοκληρωθούν, ωστόσο, όλα τα ημιτελή σχέδια, ένας άνθρωπος δεν αρκούσε. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το ΕΛΙΑ δεν επέτρεπε να περιμένω από εκεί βοήθεια, και για τον λόγο αυτό, με τη σύμφωνη γνώμη του Μάνου Χαριτάτου, απευθύνθηκα, τον Μάρτιο του 2005, στον Άγγελο Δεληβορριά και στο Μουσείο Μπενάκη, που είχαν και άλλοτε συντρέξει τον Φίλιππο, ενώ το ΕΛΙΑ είχε τότε με το Μουσείο στενή συνεργασία. Η πρόταση που υπέβαλα έγινε ομόθυμα δεκτή από τη Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου τον Οκτώβριο του 2005. Θα ξεκινούσαμε με μια πρώτη 3ετη φάση και πιθανόν θα υπήρχε συνέχιση του έργου, ενώ προβλεπόταν έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιοποίηση των προϊόντων της ερευνητικής μας δουλειάς, συνδυασμός απολύτως κρίσιμος για τον τρόπο με τον οποίο είχε ιδεαστεί το Εργαστήρι ο Φίλιππος Ηλιού.
Η ομάδα μας άρχισε πράγματι να δουλεύει, σε χώρο που ανήκε στο ΕΛΙΑ, από 1η Μαρτίου του 2006. Εκτός από τις δύο συνεργάτριες, την Αναστασία Μυλωνοπούλου και την Ειρήνη Ριζάκη –επί πολλά έτη αφιλοκερδείς συνδρομήτριες του Βιβλιολογικού Εργαστηριού– τις οποίες είχα προτείνει και έγιναν δεκτές από τη Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη, αφανής πολύτιμη «συνεργός» μας σχεδόν εξαρχής ήταν η Σάντρα Βρέττα. Χάρη στη χορηγία της Δάφνης Ηλιάδη, σύντομα αγοράστηκε νέος εξοπλισμός, ενώ το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση ανέλαβε τον ένα εκ των τριών μισθών για την πρώτη τριετία.
Ξεκινήσαμε με την εισαγωγή των βιβλιογραφικών δεδομένων και της πρώτης περιόδου (1801-1832), γεγονός που μας επέτρεψε από τον Μάιο του 2008 να καταστήσουμε μέσω του διαδικτυακού τόπου του Μουσείου κοινό κτήμα τον ηλεκτρονικό μας κατάλογο για το σύνολο του 19ου αιώνα (www.benaki.gr/bibliology). Έργο υποδομής, βασικό εργαλείο για την ιστορική και φιλολογική έρευνα, ο ηλεκτρονικός αυτός κατάλογος επιδίωκε να συγκεράσει το στοίχημα της τεκμηρίωσης στη νέα εποχή με τα κεκτημένα της ιστορικής βιβλιογραφίας. Περιείχε όλα τα βιβλιογραφημένα ελληνικά φυλλάδια και βιβλία –σε πρώτη φάση, το 2008, πλην μονοφύλλων, διφύλλων και χαρτών– ή, με άλλα λόγια, όλα τα βιβλιογραφημένα αυτοτελή έντυπα, σε ελληνική γλώσσα, που απευθύνονταν σε ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό. Οι εγγραφές συνοδεύονταν από την ένδειξη των βιβλιογραφικών πηγών καθώς και του συνόλου των ελληνικών και ξένων βιβλιοθηκών στις οποίες έχουν εντοπιστεί αντίτυπα του κάθε εντύπου (ο λόγος εδώ για εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα σε εκατοντάδες βιβλιοθήκες), καθώς και την ηλεκτρονική διεύθυνση ψηφιοποιημένων αντιτύπων που είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο και διαρκώς πληθαίνουν, επιτρέποντας την άμεση πρόσβαση στα έντυπα καθαυτά. Φιλοδοξώντας να αποτελέσει τον συλλογικό κατάλογο των ελληνικών βιβλίων του 19ου αιώνα, είχε σχεδιαστεί για να ανταποκρίνεται στις διαρκώς αυξανόμενες και ολοένα πιο σύνθετες ανάγκες. Τον ηλεκτρονικό κατάλογο παρουσίασα σε ημερίδα που οργάνωσε η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, στις 22 Οκτωβρίου 2008.
Ας σημειωθεί και πάλι, με αυτή την ευκαιρία, ότι η συσσωρευμένη εμπειρία, η μέθοδος, οι τεχνικές και τα εργαλεία της ιστορικής βιβλιογραφίας, όπως έχουν διαμορφωθεί από την πλούσια παράδοση, δεν έχουν πάψει να είναι απαραίτητα στη νέα ηλεκτρονική εποχή. Η πληρότητα και η πολλαπλή διασταύρωση των στοιχείων εξακολουθούν να αποτελούν κεντρικό ζητούμενο. Και για να μείνω σε ένα παράδειγμα, ακόμη και οι προωθημένοι συλλογικοί κατάλογοι των βιβλιοθηκών, έντυποι ή ηλεκτρονικοί, που μοιάζει να καλύπτουν εν πολλοίς την βιβλιοπαραγωγή μιας περιόδου, αν και σπανίως συνδυάζουν τις ξένες με τις εγχώριες βιβλιοθήκες, τις ιδιωτικές με τις δημόσιες, αποκλείουν εξ ορισμού τα χιλιάδες λανθάνοντα έντυπα που μια συστηματική αναδρομική βιβλιογραφία αποθησαυρίζει μέσα από ποικίλες πηγές. Περιττό να επισημάνω ότι έτσι μόνο πλησιάζουμε στην καλύτερη δυνατή εποπτεία του συνόλου της βιβλιοπαραγωγής και είμαστε σε θέση να σταθμίσουμε τις επιμέρους συνιστώσες της. Και όσοι έχουν δουλέψει ερευνητικά στο χώρο της βιβλιογραφίας γνωρίζουν πως η καταγραφή και μόνο ενός λανθάνοντος εντύπου αποτελεί το πρώτο βήμα για τον εντοπισμό του. Σε μια τέτοια προσπάθεια συνολικής αναδρομικής καταγραφής, η κεντρική διαχείριση των διεσπαρμένων πληροφοριών κρίνεται εκ των ών ουκ άνευ. Τον ρόλο αυτού του κεντρικού βιβλιογραφικού αποθετηρίου για τα ελληνικά έντυπα έως και τον 19ο αιώνα παίζει εκ των πραγμάτων το Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» και ο ηλεκτρονικός του κατάλογος. Δυναμική η ηλεκτρονική μορφή, χωρίς να υποκαθιστά το έντυπο, επιδέχεται, ωστόσο, συνεχείς διορθώσεις, προσθήκες και επεκτάσεις.
Επιδοθήκαμε παράλληλα στην αξιοποίηση των καταλοίπων του Φίλιππου Ηλιού. Ήδη είχε προχωρήσει από την Ειρήνη Ριζάκη με την εποπτεία της υπογράφουσας η ταξινόμηση και ανασυγκρότηση του σώματος των αγγελιών, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Αγγελίες ελληνικών εντύπων» που εκπονήθηκε στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Αλέξη Πολίτη (2005-2006). Και έτσι προέκυψε το 2008 ο τόμος Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Δια του γένους τον φωτισμόν. Αγγελίες προεπαναστατικών εντύπων (1734-1821) από τα κατάλοιπα του Φίλιππου Ηλιού, Επιμέλεια (με τη συνεργασία της Άννας Ματθαίου και της Ειρήνης Ριζάκη) – Εισαγωγή: Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη [Σειρά: Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη – Ιστορία 5]. Παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη από τον Πάνο Μουλλά στις 30 Μαϊου 2009. Ας σημειωθεί εδώ ότι η Ειρήνη Ριζάκη έχει, από το 2015, αναλάβει, με τη συνεργασία και της Μαρίας Βλασσοπούλου, τη συνέχιση της σχετικής έρευνας.
Εν τω μεταξύ, από τον Μάιο του 2007, το σύνολο του υλικού που είχε συγκεντρωθεί μετεγκαταστάθηκε σε χώρο του Μουσείου, όπου ήρθε σταδιακά να προστεθεί και σημαντικό τμήμα της βιβλιοθήκης του Φίλιππου Ηλιού, το οποίο συναρτάται με το υλικό αυτό (περίπου 7.500 τίτλοι), δωρεά της οικογένειάς του προς το Μουσείο Μπενάκη. Αργότερα η Μαρία και ο Ηλίας Ηλιού, σταδιακά και πάλι, άρχισαν να δωρίζουν στο Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» και υλικό συναφές με το έργο του Εργαστηριού που βρέθηκε στο σπίτι του Φίλιππου (ό,τι συμβατικά ονομάσαμε Αρχείο Φίλιππου Ηλιού). Ταξινομήθηκε, και ο συνοπτικός κατάλογός του δημοσιεύτηκε στη σειρά των ηλεκτρονικών μας εκδόσεων (υπεύθυνη σειράς η υπογράφουσα) με τίτλο Τα Τετράδια Εργασίας του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού 2: Αρχείο Φίλιππου Ηλιού, Επιμέλεια: Ειρήνη Ριζάκη, Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μουσείο Μπενάκη, Μάιος 2015 (η ανάρτηση εδώ, στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ).
Τα πέντε χρόνια από τον θάνατο του ιδρυτή του Εργαστηριού τιμήθηκαν τον Μάρτιο του 2009, και στους φίλους που παραβρέθηκαν στη συνάντηση μοιράστηκε ένα τομίδιο όπου επανεκδίδονται δύο προγενέστερα μελετήματά μου, τιτλοφορημένο Με σεβασμό και ασέβεια. Ένα κείμενο και ένα χατίρι για τον Φίλιππο Ηλιού και τον Κ. Θ. Δημαρά (Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μουσείο Μπενάκη [Σειρά: Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη – Ιστορία 6]).
Άλλωστε, το 2009 ολοκληρώθηκε και η διαδικασία ενσωμάτωσης του ΕΛΙΑ στο ΜΙΕΤ. Τιμώντας την προϊστορία του ΕΛΙΑ και τις κοινές προσπάθειες του Μάνου Χαριτάτου και του Φίλιππου Ηλιού, το ΜΙΕΤ προχώρησε στην ευεργετική για το ΒΕΦΗ συμφωνία με το Μουσείο Μπενάκη να αναλάβει εκείνο την εκδοτική δαπάνη των προϊόντων της ερευνητικής μας δουλειάς, που θα εμφανίζονταν ως συνέκδοση Μουσείου και ΜΙΕΤ.
Έτσι το 2011 κυκλοφόρησε ο τόμος Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Φίλιππου Ηλιού Κατάλοιπα. Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Β΄, 1819-1833, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Πόπη Πολέμη, Επιστημονικοί Συνεργάτες: Αναστασία Μυλωνοπούλου – Ειρήνη Ριζάκη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Παρουσιάστηκε σε εκδήλωση, στις 16 Μαρτίου 2012, με ομιλητές την Αλεξάνδρα Χαριτάτου εκ μέρους του Μάνου Χαριτάτου, τον Άγγελο Δεληβορριά, τον Διονύση Καψάλη και την υπογράφουσα (ακολούθησε συζήτηση για τη «Λογιοσύνη και την Επανάσταση» με τους Δημήτρη Αρβανιτάκη, Δημήτρη Δημητρόπουλο, Νίκο Θεοτοκά, Αντώνη Λιάκο και Αλέξη Πολίτη· πβ. π. Τα Ιστορικά, τχ. 56, 2012, σ. 219-224 – η ανάρτηση εδώ, στα ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ).
Από τα κατάλοιπα επίσης του Φίλιππου Ηλιού, το 2013 κυκλοφόρησε το έργο Κ. Θ. Δημαράς, Σύμμικτα Δ΄, Λόγια περί μεθόδου, τ. Α΄-Β΄, Επιλογή κειμένων: Φίλιππος Ηλιού, Επιμέλεια-Εισαγωγή: Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη / Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Παρουσιάστηκε σε εκδήλωση, στη Θεσσαλονίκη, στις 24 Μαῒου 2013, με ομιλητές τη Μαίρη Μικέ, τον Αλέξη Πολίτη, τη Λίζυ Τσιριμώκου και την υπογράφουσα.
Τέλος, το 2016, κυκλοφόρησε ο τόμος Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού», Φίλιππου Ηλιού Κατάλοιπα. Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα, τ. Γ΄, Τα Οθωνικά Χρόνια, Μέρος Α΄, 1833-1844, Επιμέλεια: Πόπη Πολέμη, Επιστημονικοί Συνεργάτες: Αναστασία Μυλωνοπούλου – Ειρήνη Ριζάκη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη – Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Παρουσιάστηκε σε συνέντευξή μου στον Στρατή Μπουρνάζο («Η νέα Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα: Ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί», εφ. Η Αυγή [«Ενθέματα»], 30 Απριλίου 2016). Παράλληλα κυκλοφόρησαν σε DVD, από το Μουσείο Μπενάκη – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, και οι τρεις πρώτοι τόμοι της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα (έτη 1801-1844).
Το 2011, εξάλλου, ξεκίνησε και η συνεργασία του ΒΕΦΗ με το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών για τη συγκρότηση της βιβλιογραφίας των ελληνικών εντύπων που εκδόθηκαν στη Σμύρνη, με την επιστημονική συνεργασία της Σάντρας Βρέττα. Η έρευνα, η σύνταξη και η στοιχειοθεσία του τόμου ολοκληρώθηκε το 2014, και η ηλεκτρονική έκδοση με τίτλο Σμυρναϊκή Βιβλιογραφία 1764-1922 πραγματοποιήθηκε το 2020 (η ανάρτηση εδώ, στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ).
Εν τω μεταξύ η οικονομική κρίση έπληξε, ως γνωστόν, τη χώρα μας, και δεν άφησε αλώβητο το Μουσείο Μπενάκη. Από την άνοιξη του 2012, για να αντιμετωπιστεί το φάσμα των απολύσεων και η ενδεχόμενη συρρίκνωση της ερευνητικής μας ομάδας, μια παρέα φίλων αποφάσισε να συστήσει την αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία Μελέτης Νεοελληνικής Βιβλιογραφίας, Ιστορίας και Λογοτεχνίας (ΕΜΝΕΒΙΛ), με πρωταρχικό σκοπό την αρωγή του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού». Το καταστατικό εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2012 (πρόεδρος Αλεξάνδρα Χαριτάτου, Γραμματέας: Σάντρα Βρέττα, Ταμίας: Άννα Ματθαίου, Μέλη: Δημήτρης Δημητρόπουλος, Σπύρος Καράβας, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Πόπη Πολέμη, Μαρία Ρώτα, Ισαάκ Σαμπεθάι, Γιώργος Τσατήρης), και η βοήθεια της ΕΜΝΕΒΙΛ στάθηκε όντως καθοριστική έως και το 2020, οπότε κρίθηκε σκόπιμο να ανασταλεί η λειτουργία της. Προλάβαμε, όμως, με αυτόν τον λογότυπο να εκδώσουμε φωτομηχανικά το 2018 ένα σπάνιο έντυπο, τον Οργανισμό της Σχολής της Χίου (1820), με εισαγωγική μελέτη του Κώστα Λάππα και προλογικό σημείωμα της Πόπης Πολέμη.
Καίρια υπήρξε και η στήριξη που δεχθήκαμε από το Κοινωφελές Ίδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Έργου (ΚΙΚΠΕ). Η πρώτη χορηγία του ΚΙΚΠΕ έγινε τον Νοέμβριο του 2012 και ακολούθησαν τρεις ακόμη (τον Νοέμβριο του 2013, τον Φεβρουάριο του 2015 και τον Φεβρουάριο του 2016).
Και το ΜΙΕΤ, τέλος, το οποίο ούτως ή άλλως μας συνέτρεχε στο εκδοτικό μας έργο, προσέφερε στην κρίσιμη αυτή συγκυρία την αρωγή του, εγκρίνοντας τέσσερις ερευνητικές συμβάσεις έργου στην Ειρήνη Ριζάκη, με θέμα την αποδελτίωση του οθωνικού Τύπου (Δεκέμβριος 2013-Ιούνιος 2016).
Τον Δεκέμβριο του 2012 χάσαμε έναν πολύτιμο φίλο και συνδρομητή του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού», τον Μάνο Χαριτάτο. Είχε προλάβει, ένα μήνα πριν το τέλος, να μας στείλει το «δώρο» του, όπως το ονόμασε: έναν δίσκο με 12.000 ψηφιοποιημένα ελληνικά έντυπα του 19ου αιώνα, που έρχονταν να συμπληρώσουν τη μοναδική συλλογή του. Σε αυτά τα ψηφιακά αντίγραφα θα πρέπει να προστεθούν ακόμη όσα είχαμε ήδη συγκεντρώσει είτε όσα προέκυψαν έκτοτε, χάρη ιδίως στην πολύτιμη βοήθεια ενός ακόμη «συνδρομητή» και φίλου του ΒΕΦΗ που χάσαμε το 2015, του Νίκου Γουλανδρή (ανέρχονται σε περίπου 2.800).
Ο Μάνος Χαριτάτος είχε προλάβει, επίσης, να συντονίσει την ηλεκτρονική καταγραφή των βιβλιογραφημένων ελληνικών μονοφύλλων-διφύλλων και χαρτών των χρόνων 1801-1863, η οποία ολοκληρώθηκε το 2015 χάρη στην επιστημονική συνεργασία της Σάντρας Βρέττα. Έτσι, στη σειρά των ηλεκτρονικών μας εκδόσεων, με τίτλο Τα Τετράδια Εργασίας του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού κυκλοφόρησε ο αρ. 1: Σάντρα Βρέττα, Βιβλιογραφημένα ελληνικά μονόφυλλα (1800-1863). Συνοπτική αναγραφή, Αθήνα, Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» – Μουσείο Μπενάκη, Μάιος 2015 (η ανάρτηση εδώ, στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ), ενώ στον ηλεκτρονικό μας κατάλογο προστέθηκαν οι αντίστοιχες εγγραφές.
Για αυτόν τον ηλεκτρονικό κατάλογο απονεμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, στις 20 Δεκεμβρίου 2013, το βραβείο της Τάξης Γραμμάτων και Τεχνών στο Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» του Μουσείου Μπενάκη: «για το εθνικής σημασίας επιτελεσθέν έργο της συντάξεως της ελληνικής βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα (46.500 [τότε] εγγραφές) που βρίσκεται αναρτημένο στο δικτυακό τόπο του Μουσείου Μπενάκη και αποτελεί βασική πηγή γνώσης της πνευματικής και επιστημονικής δημιουργίας των νεωτέρων Ελλήνων».
Σε αυτόν τον κατάλογο άρχισαν επίσης να ενσωματώνονται, από το φθινόπωρο του 2016, οι εγγραφές που αφορούν τους 15ο-18ο αιώνες, οι οποίες έχουν συγκροτηθεί με βάση το έργο του Θωμά Παπαδόπουλου Ελληνική Βιβλιογραφία (1466 ci. – 1800), Αλφαβητική και χρονολογική ανακατάταξις (έκδοση της Ακαδημία Αθηνών, 1984). Οι εγγραφές των προηγούμενων αιώνων κρίθηκαν αναγκαίες για την πληρέστερη τεκμηρίωση και τη διευκόλυνση του ερευνητικού έργου του ΒΕΦΗ και κοινοποιήθηκαν στο διαδίκτυο τον Μάιο του 2017 ως ένα ακόμη έργο εν προόδω. Σχεδιάζεται η συμπλήρωσή τους, κατά το πρότυπο του 19ου αιώνα, μία ακόμη συμβολή στην αρτίωση της ελληνικής εθνικής αναδρομικής βιβλιογραφίας. Και ασφαλώς η διαρκής ενημέρωσή του αποτελεί μόνιμη έγνοια του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού».
Από τα προτεινόμενα έργα στο Μουσείο Μπενάκη με τα οποία έγινε δεκτό το ΒΕΦΗ (σημειωτέον ότι το Μουσείο εξακολούθησε τη γενναιόδωρη πλαισίωση πολύ πέραν της αρχικά προβλεπόμενης τριετίας) το πλέον άτυχο υπήρξαν οι συνδρομητές. Επεξεργαστήκαμε, όπως είχαμε υποσχεθεί, την ηλεκτρονική βάση, με ευθυγραμμίσεις και διορθώσεις των εγγραφών, αλλά η διακοπή της συνεργασίας με την Infolib το 2009 δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της αναβάθμισης του προγράμματος, προκειμένου να κοινοποιηθεί η βάση στο διαδίκτυο.
Λόγοι κυρίως οικονομικοί στη συνέχεια βραχυκύκλωσαν τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Πάντως είχε εξασφαλιστεί το 2010 η συνέργεια της Ακαδημίας Αθηνών, καθώς και του Ιδρύματος Παιδείας και Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ενώ επαφές και συζητήσεις από το καλοκαίρι του 2010 με το Πανεπιστήμιο του Princeton και τον Διευθυντή του Center for Hellenic Studies Δημήτρη Γόντικα, το 2012 με τη Βιβλιοθήκη της Βουλής και το 2014 με το Ίδρυμα της Βουλής, δεν απέδωσαν απτό αποτέλεσμα. Από την άνοιξη του 2011 προχωρήσαμε όντως στην επεξεργασία του νέου προγράμματος με τον προγραμματιστή Γιώργο Μητροφάνη, ο οποίος δυστυχώς πέθανε το καλοκαίρι του 2012 προτού ολοκληρώσει το έργο. Να σημειωθεί εδώ ότι ειδικά η συνέργεια με την Ακαδημία είχε ως απώτερο στόχο και τη συγκρότηση κοινής βιβλιογραφικής βάσης δεδομένων της εθνικής αναδρομικής βιβλιογραφίας 19ου και 20ού αιώνα, δοθέντος ότι αντίστοιχο πρόγραμμα της Ακαδημίας για τον 20ό αιώνα εκπονούνταν σε αυτήν, υπό την επίβλεψη του Κώστα Κριμπά, αλλά δυστυχώς η αντίστοιχη βάση δεν είναι πλέον προσιτή στο διαδίκτυο.
Εν όψει πάντως της προσδοκώμενης μελλοντικής κοινοποίησης των συνδρομητών στο διαδίκτυο, τον Νοέμβριο του 2015 υποβάλαμε πρόταση στο «Πρόγραμμα Ενίσχυσης Επιστημονικών Εταιρειών» του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννης Σ. Λάτσης για τη δημιουργία βάσης δεδομένων (Microsoft Access) 120 νέων καταλόγων συνδρομητών που είχαν εντοπιστεί μετά το 2004, ώστε εν καιρώ να έρθουν να προστεθούν στην προϋπάρχουσα βάση. Η πρόταση εγκρίθηκε και το έργο παραδόθηκε τον Ιανουάριο του 2017, αλλά συνεχίζεται έκτοτε. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 370 πρόσθετοι νέοι κατάλογοι των χρόνων 1820-1922 (130.000 εγγραφές).
Άλλωστε, στην κατεύθυνση της τεχνικής και οικονομικής αρωγής του ΒΕΦΗ απευθύνθηκα ήδη από το φθινόπωρο του 2014 και στην ΕΒΕ. Τόσο ο διευθυντής Φίλιππος Τσιμπόγλου όσο και ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου Σταύρος Ζουμπουλάκης ήταν εξαρχής απολύτως ενθαρρυντικοί (και πράγματι πρώτη πράξη της συνεργασίας, προκειμένου να διασφαλιστούν έστω τα δεδομένα, υπήρξε η δημιουργία αντιγράφου των ηλεκτρονικών αρχείων μας, μαζί με το λειτουργικό σύστημα που τα υποστηρίζει, από τεχνικό της ΕΒΕ, το φθινόπωρο του 2015).
Κατόπιν δικής τους σύστασης, τον Δεκέμβριο του 2015 κατέθεσα στον Υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη υπόμνημα «για πιθανή συνεργασία» μεταξύ ΕΒΕ και ΒΕΦΗ. Από τις συζητήσεις που ακολούθησαν προέκυψε ότι ενδεχόμενη συνεργασία μεταξύ ενός δημόσιου και ενός ιδιωτικό φορέα παρουσίαζε δυσκολίες. Έτσι, και πάλι κατόπιν δικής τους προτροπής, απευθύνθηκα, τον Απρίλιο του 2016, με σημείωμά μου στη Διοικητική Επιτροπή του Μουσείου Μπενάκη και ζήτησα να μου επιτραπεί να προχωρήσω στη συζήτηση για σταδιακή ενσωμάτωση του ΒΕΦΗ στην ΕΒΕ.
Οι μακρές και επίπονες διαδικασίες ενόψει της ενσωμάτωσης κατέληξαν στην ένταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 4 στον Νόμο 4452 για την ΕΒΕ, ο οποίος ψηφίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 2017 επί υπουργίας κ. Κώστα Γαβρόγλου. Ο Νόμος προβλέπει:
Το Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού» περιέρχεται λόγω δωρεάς, από το Μουσείο Μπενάκη στην ΕΒΕ, στην οποία λειτουργεί εφεξής ως εργαστήριο έρευνας για την κοινωνική ιστορία του βιβλίου και επικεντρώνεται στην καταγραφή, επεξεργασία και μελέτη της ελληνικής βιβλιογραφίας του 19ου και 20ού αιώνα καθώς και στη δημιουργία σχετικής ψηφιακής βιβλιογραφικής βάσης.
Η δωρεά συντελείται, με την επιφύλαξη τήρησης του τύπου του επόμενου εδαφίου από τη δημοσίευση του παρόντος, από την οποία παραχωρούνται από το Μουσείο Μπενάκη στην ΕΒΕ αυτοδικαίως, χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου πράξης ή συμβολαίου και χωρίς αντάλλαγμα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή απαλλασσόμενου παντός φόρου, τέλους χαρτοσήμου ή άλλου τέλους εισφοράς δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή οποιουδήποτε τρίτου τα: α) πάσης φύσεως περιουσιακά στοιχεία του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου, υλικά και άυλα, η κυριότητα και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί του συνόλου της κινητής περιουσίας του και β) τα πάσης φύσεως πνευματικά δικαιώματα του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου Φίλιππος Ηλιού, εκτός από τα εκδοτικά δικαιώματα των ήδη εκδοθέντων βιβλίων και συλλογών, τα οποία παραμένουν στο Μουσείο.
Για τη δωρεά συντάσσεται κοινό πρακτικό που υπογράφεται από τους νομίμους εκπροσώπους της ΕΒΕ και του Μουσείου Μπενάκη, στο οποίο περιλαμβάνεται λεπτομερής έκθεση απογραφής του συνόλου των αντικειμένων που συγκροτούν το κατά το προηγούμενο εδάφιο αντικείμενο της δωρεάς.
Το σύνολο του παραχθέντος υλικού του Βιβλιογραφικού Εργαστηρίου, όπως έργα, βιβλία, συλλογές, καθώς και ηλεκτρονικό και ψηφιακό υλικό, μεταφέρονται στην ΕΒΕ και εγκαθίστανται σε κατάλληλα εξοπλισμένο χώρο.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος μεταφέρονται στην ΕΒΕ οι υφιστάμενες τρεις (3) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Βιβλιολογικού Εργαστηρίου Φίλιππος Ηλιού, καθώς και το προσωπικό που τις στελεχώνει. Για τη μεταφορά εκδίδεται σχετική διαπιστωτική απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Έκτοτε έγινε απογραφή του υλικού, στις 13 Ιουνίου 2017 υπογράφηκε η πράξη δωρεάς από το Μουσείο προς την ΕΒΕ και στις 16 Οκτωβρίου 2017 τα μέλη της ερευνητικής ομάδας υπογράψαμε την πράξη ανάληψης καθηκόντων στην ΕΒΕ (σύμφωνα με την αρ. 108580/Γ1/29-06-2017 πράξη του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 983/τ.Γ’/05-2017).
Τα 30+1 χρόνια του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού» και ειδικότερα η συμβολή του Μουσείου Μπενάκη τιμήθηκαν σε εκδήλωση της ΕΜΝΕΒΙΛ που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη στις 3 Δεκεμβρίου 2017, με ομιλητές την Αλεξάνδρα Χαριτάτου, τον Άγγελο Δεληβορριά, τον Διονύση Καψάλη, τον Σταύρο Ζουμπουλάκη και την υπογράφουσα (βλ. π. Τα Ιστορικά, τχ. 67, Απρίλιος 2018, σ. 235-245 – η ανάρτηση εδώ, στα ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ).
Η ένταξη του Εργαστηριού στην Εθνική Βιβλιοθήκη τον Οκτώβριο του 2017 (από τον Δεκέμβριο του 2018 σε χώρο που μας παραχωρήθηκε στο Βαλλιάνειο) αναπροσανατόλισε εν μέρει το έργο μας, δοθέντος ότι ο νέος φορέας δεν προέβλεπε την εξακολούθηση των έντυπων εκδόσεών μας. Ως εκ τούτου περιοριστήκαμε στην ηλεκτρονική αποτύπωση των δεδομένων. Οι προσπάθειες πιο συγκεκριμένα αφορούν:
– τη διαρκή ενημέρωση-διόρθωση της βιβλιογραφικής βάσης με νέες εγγραφές, νέα αντίτυπα σε βιβλιοθήκες, νέες ψηφιακές διευθύνσεις κλπ. Ας σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή (Οκτώβριος 2024) ο ηλεκτρονικός μας κατάλογος περιέχει 65.850 συνολικά εγγραφές :
– τη συμπλήρωση-διόρθωση της βάσης των συνδρομητών
– την οργάνωση και συμπλήρωση της ψηφιοθήκης μας όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα περίπου 35.000 ψηφιοποιημένα αντίγραφα ελληνικών εντύπων από τον 15ο έως και τον 19ο αιώνα.
Επεξεργαζόμαστε επίσης ενόψει της κοινοποίησης σε ηλεκτρονική μορφή:
– τον κατάλογο των προσθηκών στις προϋπάρχουσες βιβλιογραφίες των χρόνων 1801-1900
– την Ελληνική Βιβλιογραφία της περιόδου 1845-1863
– τον κατάλογο των βιβλίων με συνδρομητές (1749-1922)
– τη νέα έκδοση των βιβλιογραφημένων μονοφύλλων της περιόδου 1801-1863 στην οποία προστέθηκαν τα 3.150 σαμιακά μονόφυλλα των χρόνων αυτών που παρουσίασε ο Χρίστος Λάνδρος το 2016 (έκδοση ΓΑΚ – Αρχεία Νομού Σάμου).
Η αναγραφή του συνόλου των εκδόσεων του Βιβλιολογικού Εργαστηριού «Φίλιππος Ηλιού» καθώς και οι ψηφιακές αποτυπώσεις είναι διαθέσιμα εδώ στις ΕΚΔΟΣΕΙΣ.